- χαλκοπράσινος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει το πράσινο χρώμα τού οξειδωμένου χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκοπράσινος — η, ο αυτός που έχει το πράσινο χρώμα του οξειδωμένου χαλκού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek